- σκευασίαι
- σκευασίαpreparingfem nom/voc plσκευασίᾱͅ , σκευασίαpreparingfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκευασίᾳ — σκευασίαι , σκευασία preparing fem nom/voc pl σκευασίᾱͅ , σκευασία preparing fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκευασία — η, ΝΑ [σκευάζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκευάζω, παρασκευή, ετοιμασία 2. σύνθεμα φαρμάκων ή άλλων ουσιών, σκεύασμα, παρασκεύασμα («τὰς τῶν φαρμάκων σκευασίας καὶ ριζῶν δυνάμεις», Διόδ.) νεοελλ. συσκευασία αρχ. 1. παρασκευή φαγητού… … Dictionary of Greek